- ἀνθύπατον
- ἀνθύπατοςproconsulmasc/fem acc sgἀνθύπατοςproconsulneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκαταριθμώ — έω, Α [καταριθμῶ] συγκαταριθμῶ, συγκαταλέγω επιπροσθέτως («τὴν ἀνθύπατον ἀρχήν... προσκατηρίθμησεν ταῑς ὑπατείαις», Πλούτ.) … Dictionary of Greek